- ακουκούλωτος
- -η, -ο1. αυτός που δε φορεί στο κεφάλι κουκούλα: Μ' όλο το κρύο πήγε στις ελιές ακουκούλωτος.2. αυτός που δε σκεπάζεται ως το κεφάλι: Και το βαρύ χειμώνα κοιμάται ακουκούλωτος.3. αυτός που δεν παντρεύτηκε: Πλησιάζει τα σαράντα και είναι ακουκούλωτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.